- προσκωμάζω
- Αμπαίνω κάπου τραγουδώντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + κωμάζω «περιέρχομαι στους δρόμους τραγουδώντας»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκωμάσαι — προσκωμά̱σᾱͅ , προσκωμάζω burst riotously in upon fut part act fem dat sg (doric) προσκωμάζω burst riotously in upon aor inf act προσκωμάσαῑ , προσκωμάζω burst riotously in upon aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)